Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ст ο πιανίστας

См. также в других словарях:

  • πιανίστας — ο θηλ. ίστρια ο παίχτης του πιάνου: Ένας ξακουστός πιανίστας θα δώσει συναυλία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιανίστας — ο, θηλ. πιανίστα και πιανίστρια και πιανίστρα, Ν μουσικός που παίζει πιάνο, καλλιτέχνης τού πιάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. pianista] …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Μητρόπουλος, Δημήτρης — (Αθήνα 1896 – Μιλάνο 1960). Αρχιμουσικός, συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε πιάνο και σύνθεση στο Ωδείο Αθηνών, και τελειοποίησε τις σπουδές του στις Βρυξέλλες (1920) και στο Βερολίνο, όπου, μεταξύ 1921 και 1924, μαθήτευσε κοντά στον Φερούτσιο… …   Dictionary of Greek

  • Λιστ, Φραντς — (Franz Liszt, Ράιντινγκ, Σοπρόν 1811 – Μπαϊρόιτ 1886). Ούγγρος συνθέτης και πιανίστας. Άρχισε να σπουδάζει μουσική υπό την επίβλεψη του πατέρα του και, εκδηλώνοντας γρήγορα το ταλέντο του, έπεισε κάποιους πλούσιους Ούγγρους να αναλάβουν τα έξοδα… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

  • Σοπέν, Φρειδερίκος Φραγκίσκος — (Chopin). Πολωνός συνθέτης και πιανίστας (Ζελάζοβα Βόλα 1810 Παρίσι 1849). Αποκάλυψε πολύ νωρίς το μουσικό του ταλέντο και άρχισε γρήγορα τη μελέτη του πιάνου του οργάνου της προτίμησης του, στο οποίο κυρίως αφιέρωσε την ιδιοφυΐα του κι έκανε την …   Dictionary of Greek

  • Κλεμέντι, Μούτσιο — (Muccio Clementi, Ρώμη 1752 – Ίβσαμ, Αγγλία 1832). Ιταλός πιανίστας και συνθέτης. Έγραψε περισσότερες από εκατό σονάτες για πιάνο, εισαγωγές και συμφωνίες. Υπήρξε διάσημος πιανίστας, θεωρητικός και καθηγητής πιάνου. Πραγματοποίησε τις πρώτες… …   Dictionary of Greek

  • Κορτό, Αλφρέ Ντενί — (Alfred Denis Cortot, Νιόν, Ελβετία 1877 – Λοζάνη 1962). Γάλλος πιανίστας. Γεννήθηκε στην Ελβετία από Γάλλο πατέρα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι σε παιδική ηλικία, όπου σπούδασε πιάνο στο Κονσερβατουάρ. Το 1896 πήρε το δίπλωμά του με πρώτο βραβείο …   Dictionary of Greek

  • Κουρουπός, Γιώργος — (Αθήνα 1942 –). Συνθέτης και πιανίστας. Σπούδασε μουσική στο Ωδείο Αθηνών (1953 65) και στο Παρίσι (1968 72) και μαθηματικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο διάστημα 1959 68 συνεργάστηκε με τον Μάνο Χατζιδάκι, και λίγο πριν από το ταξίδι του στο… …   Dictionary of Greek

  • Μαργαρίτης, Λώρης — (Αίγιο 1895 – Αθήνα 1953). Πιανίστας και συνθέτης. Η πρώιμη κλίση του στη μουσική εκδηλώθηκε πριν ακόμα συμπληρώσει τα επτά χρόνια του: έπειτα από σχεδόν μηδαμινές μουσικές σπουδές, είχε κιόλας συνθέσει περισσότερα από δέκα έργα για πιάνο, τα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»